νουθεσία

νουθεσία
η (ΑΜ νουθεσία, Α και νουθετία και ιων. τ. νουθεσίη, Μ και νουθεσία) [νουθετώ]
συμβουλή, παραίνεση και ιδίως εκείνη με ελαφρό τόνο μομφής, δασκάλεμα, ορμήνευμα
μσν.
1. έλεγχος, επιτίμηση
2. διδασκαλία
3. καθοδήγηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νουθεσία — νουθεσίᾱ , νουθεσία fem nom/voc/acc dual νουθεσίᾱ , νουθεσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθεσίᾳ — νουθεσίαι , νουθεσία fem nom/voc pl νουθεσίᾱͅ , νουθεσία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθεσία — η συμβουλή, παραίνεση, ορμήνια, δασκάλεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νουθεσίας — νουθεσίᾱς , νουθεσία fem acc pl νουθεσίᾱς , νουθεσία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθεσίαι — νουθεσία fem nom/voc pl νουθεσίᾱͅ , νουθεσία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθεσίαν — νουθεσίᾱν , νουθεσία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθεσιῶν — νουθεσία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθεσίαις — νουθεσία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθεσίη — νουθεσία fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθεσίην — νουθεσία fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”